- συννυφάδα
- η невестка (жена брата)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συννυφάδα — η, Ν βλ. συνυφάδα … Dictionary of Greek
συννυφάδα — η η σύζυγος του αδελφού κάποιου σε σχέση προς τη δική του γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνυφάδα — και συννυφάδα, η, Ν καθεμιά από τις γυναίκες τών οποίων οι σύζυγοι είναι αδελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νύφη κατά το κουνιάδα (πρβλ. και σύννυμφος)] … Dictionary of Greek
μπατζανάκης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), ο σύγαμπρος, η συννυφάδα: Ήμασταν φίλοι και τώρα γίναμε και μπατζανάκηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)